- «Παρακαλώ, παντοπωλείον «η αφθονία»; Εσύ είσαι κυρ-Στέφανε;
Άκου, κυρ-Στέφανε… Να στείλεις σπίτι … τιιι; ναι, καλά, ξέρω…
δεκάξι και πενήντα, καλά κυρ-Στέφανε, θα στα πληρώσω το Σάββατο, ναι… καλά τώρα
κυρ-Στέφανε… παιδιά είμαστε… βγαίνουμε στις αγορές σου λέω… λοιπόν, άκουσε… να
στείλεις σπίτι ένα κιλό μακαρόνια από κείνα τα ωραία… που είχα πάρει τα
Χριστούγεννα και τα ’χα κάνει με κιμά… ναι… πάλι με κιμά θα τα κάνω, ναι
κυρ-Στεφάνε… λοιπόν… δύο κιλά ζάχαρη, δύο κιλά αλεύρι, μισό κιλό καφέ από τον
καλό, ε, κυρ-Στέφανε; … ένα κουτί μαρμελάδα… πόσο το κουτί; πόσο το κουτί; όχι
κουτί, είναι ακριβό χύμα, δεν έχεις χύμα;»
- Κουτί να παραγγείλεις… βγήκαμε στις αγορές… θα πάρεις τώρα μια προκαταβολή απ’
το μισθό σου…
- … κουτί, κουτί… ακούς κυρ-Στέφανε; κουτί, ναι, βερίκοκο… βάλε και λίγο ζαμπόν…
- Ο μισθός σου θα είναι πέντε χιλιάδες το μήνα… βγήκαμε στις αγορές σου λέω…
- … δυο κουτιά κυρ-Στέφανε, ναι, δυο κουτιά μαρμελάδα… και μπόλικο ζαμπόν… βάλε
150 γραμμάρια… 200… άκου κυρ-Στέφανε βάλε και τρεις σοκολατίτσες για τα παιδιά,
από κείνες τις φθηνές… ξέρεις…
- ο μισθός σου δηλαδή, μαζί με τις υπερωρίες, μπορεί να φτάνει τις επτά ή και τις
οκτώ χιλιάδες….
- … άκου κυρ-Στέφανε, βάλε έξι σοκολάτες, από δύο για τον καθένα, εκείνες του
γάλακτος, ναι… και έξι κουτιά γάλα, τρία μπουκάλια κρασί, και έξι μπουκάλια
μπύρα… ναι, ναι κυρ-Στέφανε… βγήκαμε στις αγορές είπαμε… ναι, έρχεται η ανάπτυξη
κυρ-Στέφανε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΓΡΑΨΕ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΣΟΥ